Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Πώς η Γερμανία διατηρεί τον λογοτεχνικό της πολιτισμό ζωντανό, κρατώντας την Amazon υπό έλεγχο

Του Michael Naumann*

Μετάφραση από τα αγγλικά από το The Nation.

Πριν από 15 χρόνια, ένας μάλλον στομφώδης κύριος (υπεύθυνος παραγγελιών του Barnes and Noble), ζήτησε με περισπούδαστη φωνή από τον διευθύνοντα σύμβουλο των εκδόσεων Henry Holt να συνεισφέρει σε μια εκστρατεία τηλεοπτικών διαφημιστικών της αλυσίδας, με ένα ποσό της τάξεως των 50.000 δολαρίων. Ο διευθύνων σύμβουλος από την πλευρά του, ήλπιζε να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα αντίτυπα του Mason and Dixon, τελευταίου πονήματος του Thomas Pynchon. Είχε μόλις ενημερωθεί από τους ευτυχείς πωλητές του ότι η αλυσίδα βιβλιοπωλείων επρόκειτο να εκθέσει τουλάχιστον 20.000 αντίτυπα του αξιοθαύμαστου εκείνου βιβλίου στις προθήκες των καταστημάτων της σε ολόκληρη τη χώρα (πράγμα που γνωρίζω, μιας και ήμουν ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Holt). Έτσι λοιπόν, ρώτησε τη Barnes and Noble αν η διαφήμιση επρόκειτο να αναφέρει το νέο βιβλίο του Pynchon. Η απάντηση ήταν ένα κατηγορηματικό «όχι». Σε αυτή την περίπτωση, αναρωτήθηκε ο διευθύνων σύμβουλος, «ποιο το νόημα της συνεισφοράς της Holt;» Η απάντηση της Barnes and Noble ήταν σαφής: «Λυπούμεθα, αλλά αν δεν συνεισφέρετε το ποσό τότε θα παραγγείλουμε τους μισούς Pynchon». Όπως και έπραξαν.

Είναι βεβαίως πιθανό να συνειδητοποίησαν ότι ο Pynchon δεν ήταν εν τέλει ο συγγραφέας μαζικού αναγνωστικού κοινού που είχαν ελπίσει. Ο Leonard Riggio, αφεντικό της Barnes and Noble εκείνη την εποχή, είχε ανακοινώσει ενώπιον ενός πάνελ ότι ο αδελφός του (και προοριζόμενος διάδοχός του) είχε μεν αρχίσει το βιβλίο, στάθηκε όμως αδύνατο να διαβάσει πέρα από την πεντηκοστή σελίδα. Ήταν η μοναδική φορά που η εταιρεία προέβη σε οποιουδήποτε είδους αισθητική κριτική και το μόνο που πέτυχε ήταν να θολώσει τις επιχειρηματικές πρακτικές της.

Όποια κι αν ήταν η λιανική τιμή του Mason and Dixon, η Barnes and Noble παρέμεινε αμετακίνητη στην απόφασή της και πιθανότατα ζημιώθηκε. Βέβαια, εκείνη την εποχή η επιχειρηματικότητα της ως κανονικού βιβλιοπωλείου –από τούβλα  και λάσπη θα μπορούσε να πει κανείς– δεν είχε ακόμα υπονομευθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό από την Amazon. Ωστόσο, οι δύο εταιρείες είχαν ήδη εμπλακεί σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων γύρω από μια συγκεκριμένη εκπτωτική στρατηγική πωλήσεων: με στόχο την προσέλκυση πελατών, τα ευπώλητα τιμολογούνταν κάτω του κόστους.

Αυτή η πολιτική των εκπτώσεων επαναπροσδιόρισε τελικά το εκδοτικό τοπίο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά κανόνα, οι ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες λειτουργούσαν πάντοτε με ελάχιστα κεφάλαια, έτσι για αυτούς η πολιτική των αρνητικών περιθωρίων κέρδους στα ευπώλητα ήταν εκ των πραγμάτων μη βιώσιμη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, καθώς οι μεγάλες αλυσίδες επεκτείνονταν και το εμπόριο βιβλίων –από βιβλιοπώλες και μη– έκανε την εμφάνισή του στο διαδίκτυο, πολλοί ανεξάρτητοι καταστράφηκαν από την πίεση για  περαιτέρω πτώση στις τιμές των ευπώλητων. Ρίχνοντας τις τιμές σε αυτή την κατηγορία βιβλίων, οι μεγάλες αλυσίδες και η Amazon επέφεραν στους ανεξάρτητους το ίδιο πλήγμα που η Walmart επέφερε στις οικογενειακές επιχειρήσεις της γειτονιάς: διεξάγοντας μία κούρσα προς όλο και χαμηλότερες τιμές πέτυχε τελικά την πλήρη συντριβή τους. Επιπροσθέτως, σημειώθηκαν και άλλες παράπλευρες απώλειες. Εν καιρώ, η πολιτική των εκπτώσεων στέρησε από το Αμερικανικό αναγνωστικό κοινό τη δυνατότητα ανάγνωσης ξένων συγγραφέων ευρείας λογοτεχνικής αναγνώρισης, μιας και σε ένα ολοένα και  εμπορικότερο εκδοτικό περιβάλλον οι μεταφράσεις συνιστούν, αν μη τι άλλο, ακριβό ρίσκο. Όπως το έθεσε ένας υψηλά ιστάμενος διευθύνων στη Νέα Υόρκη: «ποτέ δεν εκδίδω χειρόγραφα που δεν μπορώ να διαβάσω».

Αυτό που συνειδητοποίησα στη Holt, ομολογουμένως με κάποια καθυστέρηση, είναι ότι η έκδοση και πώληση βιβλίων στις ΗΠΑ ήταν και παραμένει μια πολύ διαφορετική υπόθεση απ’ ότι είναι την πατρίδα μου τη Γερμανία. Εκεί, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η συμφωνία της ενιαία τιμής μεταξύ εκδοτών και βιβλιοπωλών έχει οριοθετήσει μια λιγότερο ανταγωνιστική και σαφώς πιο σταθερή εκδοτική αγορά. Η ιστορία έχει ως εξής. Τα συμβαλλόμενα μέρη αυτού του εθελοντικού τιμολογιακού καρτέλ ήλθαν σε μια από κοινού συμφωνία: οι εκδότες θα καθόριζαν τις τιμές των βιβλίων και τα βιβλιοπωλεία θα τις τηρούσαν. Ο διακανονισμός μεταξύ των δύο πλευρών έμοιαζε με προγαμιαίο σύμφωνο, βασισμένο σε μια σχέση εμπιστοσύνης, επικυρωμένο από νομική εταιρεία και οπλισμένο με δαπανηρές κυρώσεις.

Η εν λόγω συμφωνία εδραιώθηκε και εν τέλει το 2002 έγινε νόμος του Γερμανικού κράτους. Έκτοτε, οι εκδότες καταχωρούν τα νέα βιβλία τους, συμπεριλαμβανομένων και των τιμών, σε μία βάση δεδομένων η οποία επί του παρόντος περιλαμβάνει σχεδόν 1.2 εκατομμύρια τίτλους. Μία δικηγορική εταιρεία, ορισμένη από την Ομοσπονδία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών, είναι υπεύθυνη για την τήρηση των όρων της συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη. Κάθε παραβίαση του συμφώνου  τιμωρείται με πρόστιμο που δύναται να ανέλθει μέχρι και στις 6.000 ευρώ. Φυσικά, όπως θα περίμενε κανείς, το σύνδρομο του «μαύρου προβάτου» κρατά τους δικηγόρους απασχολημένους. Ανώνυμοι διαδικτυακοί βιβλιοπώλες προσφέρουν με έκπτωση «χρησιμοποιημένα» βιβλία, πολλά εκ των οποίων έχουν κλαπεί από τυπογραφεία και αποθήκες.

Από τη σκοπιά του εκδότη, η προκαθορισμένη τιμή παρουσιάζει κάποια προφανή πλεονεκτήματα. Αφενός, επιτρέπει στους μεγάλους και μεσαίου βεληνεκούς εκδοτικούς οίκους να δώσουν στέγη σε μάλλον «δυσπώλητους» συγγραφείς  των οποίων τα βιβλία δεν ενδέχεται να έχουν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οι επικερδείς πωλήσεις των ευπώλητων συγγραφέων παρέχουν με τη σειρά τους το αναγκαίο εισόδημα για να ποντάρει κανείς σε «αουτσάιντερ» όπως η Herta Muller ή ο Jose Saramago. Αν δε ένας τέτοιος συγγραφέας τύχει να κερδίσει ένα σημαντικό βραβείο –και ειδικά το Nobel– τότε οι πωλήσεις ανεβαίνουν κατακόρυφα και όλοι μένουν ικανοποιημένοι. (Εκτός, φυσικά, από τους λογοτεχνικούς πράκτορες που διαμαρτύρονται ότι οι εκδότες εξασφαλίζουν τζάμπα τους δημοφιλείς συγγραφείς, ξεχνώντας ότι οι περισσότεροι από τους πελάτες τους δεν θα πουλήσουν ποτέ αρκετά αντίτυπα ώστε να αποσβέσουν ακόμα και την εγγυημένη προκαταβολή τους). Αφετέρου, λόγω των σταθερών περιθωρίων κέρδους στα ευπώλητα, οι εκδότες έχουν επίσης τη δυνατότητα να δημιουργήσουν αξιοπρεπείς καταλόγους παλαιότερων εκδόσεων. Για παράδειγμα, όταν η Toni Morrison παρέλαβε το βραβείο Nobel  το 1993, ο εκδότης της στη Γερμανία είχε ήδη στον κατάλογό του σκληρόδετες και χαρτόδετες εκδόσεις όλων των  μυθιστορημάτων της.

Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον τρεις διαφορετικές συνομοταξίες εκδοτών που έχουν ακμάσει υπό το καθεστώς της ενιαίας τιμής. Η πρώτη είναι αυτή των στρατευμένων εκδοτών, οι οποίοι λειτουργούν με γνώμονα συγκεκριμένες πολιτικές ή λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Ορισμένοι από αυτούς είναι επιζήσαντες της δεκαετίας του ’60 που έχουν πλέον εξειδικευθεί σε κλασσικούς συγγραφείς. Αυτή η συνομοταξία εκδοτών περιλαμβάνει οίκους όπως  ο Stroemfeld και επικεντρώνεται σε πλήρεις, ακαδημαϊκές εκδόσεις συγγραφέων όπως ο Heinrich von Kleist, ο Friedrich Holderlin και ο Franz Kafka. Οι περισσότεροι λειτουργούν μέσω αυτο-εκμετάλλευσης: οι μισθοί  είναι χαμηλοί και η απειλή της πτώχευσης επικρέμαται σε σχεδόν μόνιμη βάση πάνω από τις μικρές επιχειρήσεις τους. Κάθε χρόνο η κυβέρνηση απονέμει σε έναν εξ αυτών το βραβείο Kurt Wolff. Το βραβείο πήρε το όνομά του από τον αρχικό εκδότη του Kafka και ανέρχεται στις 26.000 ευρώ. Για την ιστορία, ο Wolff, η σύζυγός του Helen και ο γιος τους Christian μόλις και μετά βίας διέφυγαν των Ναζί στις απαρχές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Βρισκόμενος σε κίνδυνο λόγω της Εβραϊκής του καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του, αλλά και λόγω της στενής του σχέσης με τους κυρίως Εβραίους και πάντως ‘εκφυλισμένους’ συγγραφείς του, ο Wolff διέφυγε από την κατεχόμενη Γαλλία το Φεβρουάριο του 1941, πρώτα για την Ισπανία και μετά για τη Νέα Υόρκη. Ένα χρόνο αργότερα, ίδρυσε εκεί τον οίκο Pantheon Books μαζί με τη σύζυγό του, προτού επιστρέψει εν τέλει στην Ευρώπη το 1960.

Η δεύτερη συνομοταξία εκδοτών αποτελείται από καθαρά εμπορικούς οίκους που ποντάρουν σε ευπώλητα και βασίζονται στην οικονομική υποστήριξη πολυεθνικών, όπως ο Bertelsmann. Η τρίτη συνομοταξία παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αυτοί οι εκδότες επιβιώνουν συντηρώντας  καταλόγους που τείνουν να συνενώνουν τόσο εμπορικές τάσεις όσο και κλασσικότερες λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Τρεις τέτοιοι εκδότες ανήκουν στον οίκο Holtzbrinck, ο οποίος είναι επίσης ιδιοκτήτης των αμερικανικών εκδόσεων Holt, St.Martin’s Press, Macmillan και Farrar, Strauss & Giroux. (Ο Random House, που κατέχει μεταξύ άλλων τον θρυλικό οίκο Alfred A. Knopff, αγοράστηκε από τον Bertelsmann το 1998.) Ένας από αυτούς τους οίκους ιδιοκτησίας Holtzbrinck, είναι και ο Rowohlt όπου δούλεψα ως εκδότης από το 1985 έως το 1995. Ο Rowohlt ειδικεύεται σε Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς και ο εμπορικός θυγατρικός του οίκος Wunderlich έχει την τύχη να εκδίδει τη Βρετανίδα Rosamunde Pilcher, συγγραφέα του υπερ-επιτυχημένου Ψάχνοντας για Κοχύλια (The Shell Seekers 1987, ελληνική έκδοση Ωκεανίδα 1989).  Οι μεταφράσεις των ρομάντζων της Pilcher (όπου, κατά κανόνα, τυπική Αγγλίδα ερωτεύεται διστακτικό gentleman της αστικής τάξης) έχουν πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια αντίτυπα στη Γερμανία. Με τη σειρά τους, τα κέρδη βοήθησαν στη χρηματοδότηση ολοκληρωμένων εκδόσεων των Vladimir Nabokov, Jean-Paul Sartre, Ernest Hemingway και, προσφάτως, του Harold Brodkey. Για να το θέσω διαφορετικά, το καθεστώς προκαθορισμένης τιμής επέτρεψε στον Rowohlt μία διάχυση του ρίσκου, σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον το οποίο παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από μακροπρόθεσμες στρατηγικές και περιορισμένα περιθώρια κέρδους. Σήμερα, ο Rowohlt ευημερεί εκδίδοντας επιτυχημένους συγγραφείς όπως ο Jonathan Franzen και, πιο πρόσφατα, ο Ούγγρος Péter Nádas, του οποίου το 1.700 σελίδων μυθιστόρημα Παράλληλες Ιστορίες, έξοχα μεταφρασμένο στα γερμανικά από την Christina Viragh, θα μπορούσε κάλλιστα να τον τοποθετήσει στις μελλοντικές υποψηφιότητες των Nobel.

* * *

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1840 ο διφορούμενος χαρακτήρας του βιβλίου –συγχρόνως υλικό αγαθό  και πολιτισμικό έργο– έχει ορίσει την εσωτερική συζήτηση στον γερμανικό εκδοτικό χώρο. Αφήνοντας κατά μέρος την έμφυτη ύβρι του γερμανικού εθνικισμού και την αυτοανακήρυξη της χώρας σε Kulturnation, το γεγονός είναι ότι στη Γερμανία ο πολιτισμικός ορισμός του βιβλίου ως κύριου παράγοντα διανοητικής, επιστημονικής, οικονομικής και αισθητικής αυτοβελτίωσης έχει υπερισχύσει της αντίληψής του ως ενός ακόμα εμπορεύσιμου υλικού αγαθού. Το βιβλίο είναι αφ’ εαυτού κάτι το ιερό: δεν είναι απλώς ένα υλικό αντικείμενο που κανείς χρησιμοποιεί και μετά το πετάει.

Το συνεπακόλουθο προστατευτικό πλαίσιο ήρθε το 1888 με τη μορφή της συμφωνίας για την ενιαία τιμή του βιβλίου που δημιουργήθηκε από τη Γερμανική Ομοσπονδία Εμπόρων Βιβλίου. Η συμφωνία  έδωσε οριστικό τέλος στις συνεχιζόμενες διαμάχες μεταξύ των εκδοτών, των μεγάλων εταιρειών ταχυδρομικών παραγγελιών και των παραδοσιακών, μικρού βεληνεκούς, βιβλιοπωλών. Όπως συμβαίνει σήμερα με την Amazon και τις μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ, οι εταιρείες ταχυδρομικών παραγγελιών είχαν τότε πλημμυρίσει την γερμανική αγορά με φτηνά βιβλία, απειλώντας με καταστροφή τα τοπικά βιβλιοπωλεία των μικρών κοινοτήτων.

Όταν επετεύχθη η συμφωνία της ενιαίας τιμή του βιβλίου, τα πολυάριθμα βασίλεια και δουκάτα ανά τη γερμανική επικράτεια είχαν ήδη συνυπάρξει επί δεκαέξι χρόνια ως ενωμένο έθνος υπό τον κάισερ, με κεντρική κυβέρνηση και ένα μάλλον αδύναμο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, η διαφοροποίηση μεταξύ των τοπικών πολιτισμικών και θρησκευτικών παραδόσεων παρέμεινε αναλλοίωτη. Μέχρι και σήμερα, η ποικιλομορφία των τεχνών διασφαλίζεται μέσα από ετήσια κρατικά κονδύλια ύψους σχεδόν 12 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επιπροσθέτως, παρέχονται διαφόρων ειδών φορολογικές διευκολύνσεις. Για παράδειγμα τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα εισιτήρια θεάτρου φορολογούνται μόνο με το μισό  του ισχύοντος ΦΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, τα βιβλία, τα περιοδικά, η μουσική και οι υπόλοιποι καλλιτεχνικοί θεσμοί (συμπεριλαμβανομένων των εκατοντάδων λυρικών σκηνών), συνέτειναν προς την ενοποίηση μιας χώρας που εισήχθη στη βιομηχανική εποχή με τουλάχιστον πενήντα χρόνια καθυστέρηση έναντι της Γαλλίας και της Αγγλίας. Συγχρόνως, οι μαζικές κοινωνικές αλλαγές σε συνδυασμό με τη γοργή βιομηχανική ανάπτυξη οδήγησαν σε μια ρομαντική αναπόληση του παρελθόντος: εξ ου και ο όρος angst (φόβος), ο οποίος συνοδεύει τις αναλύσεις του γερμανικού ψυχισμού έκτοτε. Υπό αυτό το πρίσμα, το συνολικό έργο συγγραφέων όπως ο Goethe, ο Schiller και ο Heine, κατέστη εμβληματικό των επιτευγμάτων της νέας αστικής τάξης, κομμάτι, θα έλεγε κανείς, της διανοητικής οικοσκευής της. Αργότερα, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η Παιδεία (Bildung) βρέθηκε στο επίκεντρο των προγραμματικών επιδιώξεων των σοσιαλιστικών κινημάτων και των εργατικών επιμορφωτικών λεσχών (Arbeiterbildungsvereine) που αυτά καθιέρωσαν. Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του Bismarck, βιβλία και μπροσούρες χρησιμοποιήθηκαν ως αναντικατάστατα όπλα του ταξικού αγώνα. Οι δε σοσιαλιστικές λέσχες βιβλίου παρείχαν στα μέλη τους βιβλία σε χαμηλές τιμές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία τέτοια λέσχη –η Büchergilde Gutenberg, που ιδρύθηκε  από συνδικαλιστικές οργανώσεις το 1924– ιδιωτικοποιήθηκε το 1998 και φυτοζωεί μέχρι σήμερα, κατάλοιπο πλέον μιας πάλαι ποτέ ρωμαλέας λογοτεχνικής παράδοσης. Άλλωστε, οι λογοτεχνικές λέσχες ευθύνονται πλέον μόλις για το 2% των πωλήσεων βιβλίων σε εθνικό επίπεδο.

Όπως προαναφέρθηκε, η  συμφωνία της ενιαίας τιμή του βιβλίου έγινε ομοσπονδιακός νόμος το 2002. Δίνοντας έμφαση στην πολιτισμική σημασία της εκδοτικής βιομηχανίας, ο νόμος παρέχει στους εκδότες το αποκλειστικό δικαίωμα καθορισμού της αρχικής τιμής πώλησης όλων των νέων εκδόσεων, είτε πρόκειται για σκληρόδετες είτε για χαρτόδετες. Μετά την παρέλευση δεκαοκτώ μηνών, οι εκδότες διατηρούν το δικαίωμα άρσης της προκαθορισμένης τιμής, ανακοινώνοντας την εν λόγω μεταβολή μέσω εντύπων του χώρου. Ορισμένα νομικά ‘παραθυράκια’ του αρχικού συμφώνου –όπως λ.χ. η δυνατότητα πώλησης «ελαττωματικών βιβλίων» (τα οποία στην πραγματικότητα βρίσκονται σε άψογη κατάσταση) σε χαμηλότερες τιμές– έκλεισαν οριστικά το 2002. Επιπλέον, ο νόμος αναθεωρήθηκε το 2006 ούτως ώστε να καλύψει κάθε δυνατό σημείο πώλησης, συμπεριλαμβάνοντας  τα διαδικτυακά καταστήματα όπως την Amazon και τα ηλεκτρονικά βιβλία (εξαιρώντας βέβαια όσα είναι εμπλουτισμένα με πρόσθετα, εικόνες, βίντεο και άλλα ομοειδή τεχνάσματα). Μία επίπτωση του νόμου προκαθορισμένης τιμής ήταν η ανάπτυξη μιας νέας διαδικτυακής αγοράς χρησιμοποιημένων βιβλίων, με αποτέλεσμα 100.000 τέτοιοι τίτλοι να είναι πλέον διαθέσιμοι. Η άνθηση αυτής της αγοράς αποτελεί αν μη τι άλλο σαφή ένδειξη ότι οι πωλήσεις παλαιότερων εκδόσεων έχουν πέσει δραματικά μετά την νομοθετική ρύθμιση προκαθορισμένης τιμής. Ενώ κατά τη δεκαετία του ’80 οι πωλήσεις παλαιότερων τίτλων αντιστοιχούσαν στο 30% των συνολικών πωλήσεων σκληρόδετων, σήμερα το μερίδιό τους έχει πέσει στο 5%. Εκτός όλων αυτών, είναι πλέον παράνομη η εξαγωγή βιβλίων σε χώρες όπου δεν υφίσταται αντίστοιχη νομοθεσία, με σκοπό την επανεισαγωγή και πώλησή τους σε χαμηλότερες τιμές. (Ας σημειωθεί ότι ανάλογοι νόμοι περί προκαθορισμένης τιμής βρίσκονται εν ισχύ σε Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία,  Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία και Ισπανία.)

Ωστόσο, ο μετασχηματισμός του οικειοθελούς συμφώνου σε ομοσπονδιακό νόμο ήταν εν τέλει ακούσιο αποτέλεσμα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 1999 η Ε.Ε. προσπάθησε να καταργήσει το σύμφωνο προκαθορισμένης τιμής με την αιτιολογία ότι αποτελούσε δημιούργημα ενός τιμολογιακού καρτέλ και ως εκ τούτου παραβίαζε την κείμενη Ευρωπαϊκή νομοθεσία περί μονοπωλίων. Το πρόβλημα ήταν ότι η συμφωνία του Άμστερνταμ το 1997 είχε ήδη περιορίσει τη δυνατότητα της Ε.Ε. να επιβάλλει οποιαδήποτε σύγκλιση μεταξύ των διακρατικών εμπορικών πρακτικών των κρατών-μελών της και της δικής της αντίστοιχης νομοθεσίας. Ως υπουργός πολιτισμού της Γερμανίας εκείνη την εποχή, έλαβα μέρος στο παζάρι των διαπραγματεύσεων. Μεταξύ άλλων, στην προσπάθειά της να ανακόψει την επίθεση της Επιτροπής στο σύμφωνο προκαθορισμένης τιμής, η Γερμανία απείλησε ακόμη και με άσκηση βέτο στο κατά τα άλλα μηδαμινό μπάτζετ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πολιτισμό.  Βέβαια, το γεγονός ότι η γερμανική εκδοτική βιομηχανία διέθετε έναν μικρό στρατό δικηγόρων, οι οποίοι ασκούσαν αδιάκοπα παρασκηνιακή πολιτική πίεση στις Βρυξέλλες, αν μη τι άλλο βοήθησε την υπόθεση.  Εν τέλει, τα μέλη εκείνης της σύνθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραιτήθηκαν εν χορώ υπό μάλλον νεφελώδεις συνθήκες. Για παράδειγμα η Edith Cresson, πρώην πρωθυπουργός υπό τον Mitterrand και τότε επίτροπος της Γαλλίας, κατηγορήθηκε για νεποτισμό, έχοντας διορίσει ως προσωπικό της σύμβουλο έναν στενό της φίλο οδοντίατρο. Όμως αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, στην οποία θα άξιζε ίσως να βυθίσει τα ‘δόντια’ του ένας μυθιστοριογράφος. (Ίσως κάποιος Γάλλος συγγραφέας να το έχει ήδη πράξει.)

Στις Βρυξέλλες, κύρια υπερασπιστική μας γραμμή ήταν η σαφής πολιτισμική συνάφεια των βιβλίων για τη Γερμανία. Για περισσότερο από έναν αιώνα, το αποκαλούμενο καρτέλ των εκδοτών δεν στάθηκε πρακτικά εμπόδιο στον ανταγωνισμό. Περίπου 90.000 νέα βιβλία εκδίδονται κάθε χρόνο, νούμερο το οποίο κατά κεφαλή αντιστοιχεί στο τετραπλάσιο του συνόλου των εκδόσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ των νέων εκδόσεων για το 2010, οι 11.349 ήταν μεταφράσεις, εκ των οποίων οι  6.993 από τα αγγλικά. Επιπλέον, οι μέσοι όροι τιμών στη Γερμανία είναι οι χαμηλότεροι της Ευρώπης, εξαιρουμένων πιθανώς της Ισλανδίας και της Φινλανδίας. Αυτό το ‘ατιμωτικό’ καρτέλ φαίνεται τελικά να λειτουργεί προς όφελος του αναγνωστικού κοινού, των εκδοτών, των βιβλιοπωλείων αλλά και των συγγραφέων, ειδικότερα αυτών που δεν μπορούν να ελπίζουν σε ολικές πωλήσεις άνω των 3.000 αντιτύπων. Το πολιτισμικό πλεονέκτημα αυτής της διευθέτησης είναι προφανές. Τα ευπώλητα, είτε αυτά έχουν γραφεί από τον Stephen King, είτε έχουν γραφεί από τον Günter Grass, πωλούνται παντού στην ίδια τιμή, εξασφαλίζοντας την επιβίωση των ανεξάρτητων βιβλιοπωλών. Με τη σειρά του, το περιθώριο κέρδους από τα ευπώλητα επιτρέπει στους βιβλιοπώλες να διατηρούν στο στοκ τους συγγραφείς υψηλής ποιότητας αλλά περιορισμένων πωλήσεων. Εκτός αυτού, το 90% των βιβλίων που παραμένουν απούλητα στα ράφια των βιβλιοπωλείων (μέχρι και τρία χρόνια), εκπίπτουν από το φόρο εισοδήματος των βιβλιοπωλών. Χωρίς αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα, το οποίο παρεμπιπτόντως στοιχίζει στη γερμανική εφορία δισεκατομμύρια ευρώ, τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία θα εξαφανίζονταν εντός δώδεκα μηνών.

Μετατρέποντας, λοιπόν, το σύμφωνο της ενιαίας τιμής σε νόμο του κράτους, η Γερμανία πέτυχε να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στους Ευρo-γραφειοκράτες των Βρυξελλών: το κοινοβούλιο, ως σύνολο, υποστηρίζει τη συγκεκριμένη εθνική πολιτισμική πρακτική, οπότε εφόσον αποφασίσετε να της επιτεθείτε το ρίσκο είναι δικό σας. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα κι έτσι η Ε.Ε. συνέχισε την επίθεση στην ενιαία τιμή από το 2002 και έπειτα, αναμφίβολα υποκινούμενη παρασκηνιακά από την Amazon και τις μεγάλες γερμανικές αλυσίδες βιβλιοπωλείων.

* * *

Με πληθυσμό γύρω στα 82 εκατομμύρια κατοίκους, η Γερμανία είναι μια οικονομικά εύρωστη κοινωνία βασιζόμενη στη γνώση. Οι σχεδόν 2.000 εκδοτικές εταιρείες και τα περισσότερα από 3.500 ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία της στελεχώνονται από εξουσιοδοτημένους βιβλιοπώλες (οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν ολοκληρώσει τριετή εκπαίδευση που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων μαθήματα πολιτισμικής ιστορίας και οικονομικών). Στο Βερολίνο, μια πόλη 3.4 εκατομμυρίων κατοίκων, περίπου 300 βιβλιοπωλεία πωλούν βιβλία από σχεδόν 400 διαφορετικούς εκδότες. Το τυπικό βιβλιοπωλείο της γειτονιάς παρέχει εργασία σε δύο ή και τρεις υπαλλήλους. Πολλοί από αυτούς δε, έχουν βαθιά γνώση της ιδιαίτερης ιστορίας του εμπορίου βιβλίων. Για παράδειγμα, θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δέκα διαφορετικά βιβλιοπωλεία ανά την επικράτεια με την επωνυμία ‘Σαίξπηρ και Σια’, αποτίοντας φόρο τιμής στο θρυλικό κατάστημα που δημιούργησε το 1919 στο Παρίσι η Sylvia Beach, αρχική εκδότρια του Οδυσσέα.

Αναμφίβολα, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη στη Γερμανία διαθέτει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό κύρος. Είναι μια δουλειά που κυριαρχείται από γυναίκες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου. Τα ποιοτικά βιβλιοπωλεία παρέχουν στους πελάτες τους όχι μόνον καλές συμβουλές αλλά ενίοτε και βραδιές ανάγνωσης από τους ίδιους τους συγγραφείς (η είσοδος στις οποίες χρεώνεται τυπικά με 5 ευρώ κατ’ άτομο). Είναι επίσης σε θέση να ολοκληρώνουν με ταχύτητα τις παραγγελίες τους: εδώ και περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες τα βιβλιοπωλεία είναι ηλεκτρονικά συνδεδεμένα με τους χονδρεμπόρους, οι οποίοι εγγυώνται ότι οποιοδήποτε βιβλίο είναι εκτός στοκ σε ένα δεδομένο βιβλιοπωλείο, θα παραδοθεί εντός μίας ημέρας ή και λίγων ωρών. Βέβαια, αν κανείς αναλογιστεί ότι η Γερμανία είναι κατά τι μικρότερη από την πολιτεία της Montana, το γεγονός αυτό δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη.

Ωστόσο, παρά τις πολλές αρετές των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων, το μερίδιό τους στις συνολικές ετήσιες πωλήσεις βιβλίων (9.7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010) μειώνεται σταθερά και έχει πλέον φτάσει στο 50%. Πλέον, οι άμεσες διαδικτυακές πωλήσεις των εκδοτών αντιστοιχούν στο 18%  του συνόλου και τα διαδικτυακά βιβλιοπωλεία προελαύνουν: το ετήσιο μερίδιό τους αυξήθηκε από 8.9% το 2007, σε 13.8% το 2010.

Οι αλυσίδες βιβλιοπωλείων από την πλευρά τους, ξεκίνησαν την εισβολή τους στην αγορά μέσω των μεγάλων πόλεων πριν από είκοσι χρόνια. Η μεγαλύτερη εξ αυτών, η Weltbild, διαθέτει 350 καταστήματα. Ιδιοκτήτης της είναι η Καθολική Εκκλησία και επί του παρόντος βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης. Φαίνεται ότι οι καρδινάλιοι και οι επίσκοποι αγανάκτησαν από τη διάθεση «ερωτικών βιβλίων» στα ράφια της Weltbild, προσφέροντας ένα ακόμη παράδειγμα συντηρητικής υποχώρησης, υπό έναν Γερμανό Πάπα, προς την κατεύθυνση της θρησκευτικής ταπεινότητας και του πνευματικού αναχωρητισμού. Η δεύτερη μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων, η Thalia, ανήκει στη Douglas, μια γερμανική εταιρεία λιανικής πώλησης αρωμάτων και κοσμημάτων. Η Thalia ακολουθεί στρατηγική «πολλαπλών καναλιών», πουλώντας βιβλία μέσω διαδικτύου και, συγχρόνως, αγοράζοντας παλαιάς κοπής βιβλιοπωλεία, σύμφωνα με το παράδειγμα της Barnes & Noble. Απασχολεί περισσότερους από 5.000 υπαλλήλους και οι συνολικές πωλήσεις της το 2010 ανήλθαν στα 934 εκατομμύρια ευρώ. Το 2007 η Ομοσπονδία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών δημιούργησε τον δικό της ιστότοπο ονόματι libreka!. Σχεδιάστηκε με γνώμονα την αποφυγή των λαθών της δισκογραφικής βιομηχανίας, που επέτρεψαν στο iΤunes να κυριαρχήσει στην ψηφιακή αγορά πουλώντας τραγούδια με 99 σεντ το κομμάτι. Κάθε Γερμανός εκδότης ή βιβλιοπώλης δύναται να πουλήσει τα ηλεκτρονικά βιβλία του μέσω του libreka!, ενώ η Ομοσπονδία αναλαμβάνει όλη τη γραμματειακή δουλειά που αντιστοιχεί σε κάθε πώληση, συμπεριλαμβανομένης και της λογιστικής.

Εξαιτίας της ενιαίας τιμής, η Amazon αντιμετώπισε ένα σαφώς εχθρικό εταιρικό περιβάλλον όταν άνοιξε στη Γερμανία πριν από δεκαπέντε χρόνια. H σημερινή της θέση δεν συνιστά επακριβώς θρίαμβο επί του ανταγωνισμού, αφού οι πωλήσεις των διαδικτυακών βιβλιοπωλείων αντιστοιχούν μόλις στο 13.8% του συνόλου. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το 13.8% συμπεριλαμβάνει και τις πωλήσεις των υπολοίπων, μικρότερου βεληνεκούς διαδικτυακών βιβλιοπωλείων όπως το Thalia. Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, η Amazon δεν έχει σε καμία περίπτωση καταθέσει τα όπλα. Επί του παρόντος διατηρεί έξι γιγαντιαίες αποθήκες σε γερμανικό έδαφος και χτίζει άλλες δύο στο Pforzheim και το Koblenz, οι οποίες θα απασχολούν συνολικά 3.000 εργαζόμενους, τα δύο τρίτα των οποίων θα εργάζονται ως εποχιακοί. Βέβαια, στη Γερμανία, η Amazon δεν ποντάρει στα βιβλία, αφού, εξαιτίας της ενιαίας τιμής, τα περιθώρια κέρδους είναι περιορισμένα. Ωστόσο, τα βιβλία λειτούργησαν για την Amazon ως Δούρειος Ίππος, συστήνοντας το διαδικτυακό κολοσσό στο γερμανικό καταναλωτικό κοινό και παρέχοντάς της έτσι τη δυνατότητα να εδραιώσει την παρουσία της στην τεράστια αγορά ταχυδρομικών παραγγελιών κάθε τύπου.

Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι και η Γερμανία βιώνει μια περίοδο συνταρακτικών πολιτισμικών αλλαγών στην επικοινωνία. Συσκευές σαν το Kindle και το iPad έχουν κάνει την είσοδό τους στην αγορά. Επιπλέον, οι ισχύοντες νόμοι περί πνευματικής ιδιοκτησίας τίθενται υπό αμφισβήτηση από ένα νεοπαγές πολιτικό κόμμα ονόματι Piratenpartei (ή κόμμα των Πειρατών), το οποίο ενδέχεται να αλλάξει το πολιτικό τοπίο. Για τους Πειρατές η πολιτική προκαθορισμένων τιμών σε οποιοδήποτε αγαθό σχετίζεται με την επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των βιβλίων, είναι πέρα για πέρα άδικη: το αγαθό της πληροφόρησης, ισχυρίζονται, οφείλει να διέπεται από ελευθερία. Το κόμμα έχει την υποστήριξη του 13% του εκλογικού σώματος, ποσοστό που το καθιστά εκλέξιμο στο κοινοβούλιο στις επερχόμενες εκλογές του 2013. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του ανήκει στη γενιά του Facebook (άλλωστε, ο εν λόγω ιστότοπος έχει σχεδόν 22 εκατομμύρια χρήστες στη Γερμανία).

Καθώς το κοινό της νόμισμα δοκιμάζεται από την ύφεση, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γραφειοκράτες της αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικότερα προβλήματα από τις όποιες εκκλήσεις για αναθεώρηση του τιμολογιακού καθεστώτος των βιβλίων. Έτσι, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, μαύροι χαρακτήρες τυπωμένοι σε χαρτί θα συνεχίσουν να αποτελούν την πρώτη ύλη του γερμανικού πολιτισμού. Κι όπως σημείωσε ένας Γερμανός εκδότης κοιτάζοντας το τελευταίο μοντέλο του Kindle: «τα περίπλοκα τεχνικά μέσα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στο κρεβάτι».

*O Michael Naumann είναι ο αρχισυντάκτης του γερμανικού περιοδικού Cicero. Στο παρελθόν έχει υπάρξει εκδότης, δημοσιογράφος και —για ένα μικρό διάστημα—πολιτικός. Το 1995 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Metropolitan Books και στη συνέχεια διατέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος του οίκου Henry Holt Inc. Από 1998 έως το 2000 υπήρξε ο πρώτος Ομοσπονδιακός Υπουργός Πολιτισμού της Γερμανίας με την κυβέρνηση του Gerhard Schröder.

Πηγή: http://selides.kastaniotis.com/2014/02/04/%CF%80%CF%8E%CF%82-%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9/